Την πρώτη μέρα σκοτώσαμε και ετοιμάσαμε δύο πρόβατα για την γιορτή, ένα μεγάλο και ένα μικρό. Έμαθα καινούργια πράγματα από έναν φίλο, που ο μπαμπάς του ήταν χασάπης και για αυτό ξέρει πολλά.
Ετοιμάσαμε όλα για το πάρτι και σιγά σιγά οι φίλοι και οι συμπαίκτοι μας ήρθαν στο χωριό. Όλοι άφησαν τα προβλήματα τους στις πόλεις τους και άρχισαν να απολαμβάνουν την ενεργιά του χωριού.
Την δεύτερη μέρα ξυπνήσαμε σκληρά, αλλά δεν αργήσαμε. Εγώ έψαξα φανέλες για την ομάδα μας και τις βρήκα. Ο τερματοφύλακας, ένας νεαρός από το χωριό, ήρθε ο τελευτέος. Φώρεσε περίεργα ρούχα, είχε τσιγάρο στο στόμα, γάντια στο χέρι του και μία μπυρίτσα στο άλλο χέρι του, και είχε κοιμηθεί μόνο για τρεις ώρες, όπως μας είπε με χαμόγελο. Εμείς, που τον ξέρουμε, δεν χάσαμε την ελπίδα. Οι άνθρωποι από το χωριό δεν κουράζουν ποτέ.
Περάσαμε πάρα πολύ ωραία για δύο επόμενες μέρες. Έπαιξα τον ακορδεόν μου μερικές φορές, ανεβήκαμε τον λόφο, κάναμε παρέα με τους φίλους από το χωριό. Η επιστροφή δεν ήταν εύκολη.